- ορφανικός
- -ή, -ό (ΑΜ ὀρφανικός, -ή, -όν) [ορφανός]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ορφανό ή στην ορφάνιααρχ.1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που στερήθηκε τους γονείς του, ορφανός («μὴ παῑδ' ὀρφανικὸν θήῃς χήρην σε γυναῑκα», Ομ. Ιλ.)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀρφανικάη περιουσία και τα συμφέροντα τών ορφανών3. φρ. «ἦμαρ ὀρφανικόν» — η μέρα που ορφανεύει κάποιος.επίρρ...ὀρφανικῶς (ΑΜ)με την τύχη που έχουν οι ορφανοί.
Dictionary of Greek. 2013.